Η αίσθηση γνώριμη: ξυπνώ και ο λαιμός μου μοιάζει να ναι φτιαγμένος από γυαλόχαρτο, η μύτη κλειστή, τα μάτια τσούζουν.
Κοιτώ το ρολόι – μπορεί ακόμη και να αρχίσω να ντύνομαι – αναβάλλοντας μια απόφαση που ξέρω ότι πρέπει να πάρω. Τηλεφώνημα στο γραφείο για να ενημερώσω ότι χρειάζομαι αναρρωτική άδεια.
Ένα τηλεφώνημα που δυσκολευόμαστε καμιά φορά να κάνουμε παρά τα εμφανή σημάδια της ασθένειας.
Ανάκατες σκέψεις κάνουν την απόφαση δυσκολότερη:
Ο προϊστάμενος θα σκεφτεί ότι δεν μπορώ να αντεπεξέλθω στη δουλειά; Λες να επηρεαστεί αρνητικά η αξιολόγηση μου;
Πως θα τα βγάλουν πέρα οι συνάδελφοι που πρέπει να καλύψουν το κενό από την απουσία μου; Θα με κατακρίνουν επειδή δήλωσα ασθένεια;
Δεν θέλω να κάνω τη ζωή κανενός άλλου πιο δύσκολη.
Μετά εμφανίζονται και οι ερωτήσεις που κάνουμε στον εαυτό μας: “Αφού όλοι οι άλλοι μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς να πάρουν άδεια, γιατί εγώ δεν μπορώ;”.
Όταν αρρωσταίνουμε, συχνά υποκύπτουμε στην πίεση να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε – είτε πρόκειται για εξωτερική πίεση, είτε για τις δικές μας προσδοκίες.
Έφτασε η ώρα να κάνεις στην άκρη τις ενοχές που σε κάνουν να νιώθεις χειρότερα από την ίδια την αρρώστια. Όταν το σώμα μας ζητά ένα διάλειμμα συνήθως μας κάνει καλό να το ακούσουμε.
Πώς μπορούμε λοιπόν να ξεκουραστούμε όσο χρειαζόμαστε για να ανακάμψουμε, χωρίς ενοχές;